- εκκειμένως
- επίρρ. βλ. έκκειμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκειμένως — ἔκκειμαι to be cast out perf part mp masc acc pl (doric) ἔκκειμαι to be cast out pres part mp masc acc pl (doric) ἐκκειμένως openly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… … Dictionary of Greek